Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οὐ πρόσϑεν πρίν

См. также в других словарях:

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • σχεδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.) αρχ. 1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα… …   Dictionary of Greek

  • υπόπροσθεν — Α επίρρ. λίγο πιο πριν, λίγο πιο μπροστά («οἱ ὑπόπροσθεν χρόνοι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόσθεν «μπροστά, προηγουμένως»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»